κωλύμη

κωλύμη
κωλύμη, ἡ (Α)
κώλυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωλύ-ω + επίθημα -μη (πρβλ. γνώ-μη, επιστή-μη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κωλύμη — κωλύ̱μη , κωλύμη hindering fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλύμῃ — κωλύ̱μῃ , κωλύμη hindering fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλύω — (AM κωλύω, Μ και κωλώ) εμποδίζω κάτι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, δεν επιτρέπω σε κάποιον ή δεν τόν αφήνω να κάνει κάτι ή δεν επιτρέπω να γίνει κάτι (α. «ὅποι φεύγειν οὐδεὶς κωλύει νόμος», Δημοσθ. β. «μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῑν πρός με», ΚΔ γ.… …   Dictionary of Greek

  • κωλύμαις — κωλύ̱μαις , κωλύμη hindering fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλύμην — κωλύ̱μην , κωλύμη hindering fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλύμης — κωλύ̱μης , κωλύμη hindering fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”